Page Nav

HIDE

Breaking News:

FALSE
HIDE_BLOG
latest

Η Άνοιξη μέσα από 4 ποιήματα. Καρούζος, Αναγνωστάκης, Καρυωτάκης, Σεφέρης

Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθο...

Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]

 


Ἕνα ἔρημο ἄνθος   Νίκος Καρούζος

Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει
τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα...
Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς

ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.


Όταν μια Άνοιξη          Μανόλης Αναγνωστάκης

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις  να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε.

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,

ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας.

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε.


                         Άνοιξη                 Κώστας Καρυωτάκης

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια—κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.


Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζεικαι, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζεικι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.

Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρανα σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!

Άνοιξη μ.Χ.         Γιώργος Σεφέρης
Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.

Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς*
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.

Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.

Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.

Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.


Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. [Πηγή: www.doctv.gr]Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]Ἀστεροσκοπεῖο - Μίλτος Σαχτούρης Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν, παραμονεύουν μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια παραμονεύου  σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς. Νὰ πεθάνουν Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]

Ἀστεροσκοπεῖο - Μίλτος Σαχτούρης Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν, παραμονεύουν μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια παραμονεύου  σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς. Νὰ πεθάνουν Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]

Ἀστεροσκοπεῖο - Μίλτος Σαχτούρης Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου δὲν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι δὲν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα δὲν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανὸς Σὲ σκοτεινὰ δωμάτια κλεισμένοι δὲν ξέρουν ἂν θὰ πεθάνουν, παραμονεύουν μὲ μαῦρες μάσκες καὶ βαριὰ τηλεσκόπια μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα μὲ τὶς πέτρες τῶν δειλῶν στὰ χέρια παραμονεύου  σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς. Νὰ πεθάνουν Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ Ἕνα ἔρημο ἄνθος - Νίκος Καροῦζος Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο. Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα… Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς ἀμέριμνο σὰν ἰδέα. Όταν μιαν άνοιξη - Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας, ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας και τα όνειρά μας Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου παλιέ μου φίλε Άνοιξη - Κώστας Καρυωτάκης Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια- κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια, και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει. Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες, σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια· του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια, και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα. Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα. Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα! Ἄνοιξη μ.Χ. - Γιῶργος Σεφέρης Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη πάλι τὸ καλοκαίρι χαμογελοῦσε. Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ τί θά ῾τανε καλύτερο νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα. Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς οἱ γέροντες ἀστόχησαν κι ὅλα τὰ παραδώσανε ἀγγόνια καὶ δισέγγονα καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε. Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ μέσα σε φλόγες κίτρινες καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα ἀνοίγοντας παράθυρα στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους. Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ νὰ πάει στὰ ἐπουράνια ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός, ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ τὸν ἱδρωμένο τράχηλο τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε χτυπώντας ἀνωφέλευτα. Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη. [Πηγή: www.doctv.gr]